επισαλεύω — ἐπισαλεύω (Α) [σαλεύω] 1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι 2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα 3. (για μαλλιά) κυματίζω 4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις… … Dictionary of Greek
ἐπισαλεύει — ἐπισαλεύω ride at anchor off pres ind mp 2nd sg ἐπισαλεύω ride at anchor off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισαλεύοντα — ἐπισαλεύω ride at anchor off pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισαλεύω ride at anchor off pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισαλεύονται — ἐπισαλεύω ride at anchor off pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισαλεύοντες — ἐπισαλεύω ride at anchor off pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσαλος — ἐπίσαλος, ον (AM) [επισαλεύω] 1. αυτός που σαλεύει, που κινείται στη θάλασσα 2. αβέβαιος, άστατος, ευμετάβολος («ἐπισάλων τῶν... ἐλπίδων γενομένων», Θεοφύλ. Σιμ.) … Dictionary of Greek