ἐπισαλεύω

ἐπισαλεύω
ἐπισᾰλ-εύω,
A ride at anchor off,

τοῖς ἀκρωτηρίοις Philostr.Her.19.14

: metaph., ἐ. τοῖς ὤμοις (cf. σαλεύω) Arist.Phgn.813a11.
II. float over,

ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Philostr.Im.1.23

:—[voice] Med., Luc. Am.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επισαλεύω — ἐπισαλεύω (Α) [σαλεύω] 1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι 2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα 3. (για μαλλιά) κυματίζω 4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις… …   Dictionary of Greek

  • ἐπισαλεύει — ἐπισαλεύω ride at anchor off pres ind mp 2nd sg ἐπισαλεύω ride at anchor off pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισαλεύοντα — ἐπισαλεύω ride at anchor off pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισαλεύω ride at anchor off pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισαλεύονται — ἐπισαλεύω ride at anchor off pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισαλεύοντες — ἐπισαλεύω ride at anchor off pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσαλος — ἐπίσαλος, ον (AM) [επισαλεύω] 1. αυτός που σαλεύει, που κινείται στη θάλασσα 2. αβέβαιος, άστατος, ευμετάβολος («ἐπισάλων τῶν... ἐλπίδων γενομένων», Θεοφύλ. Σιμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”